Διφθερίτιδα: πόσο ξεχασμένη είναι;

Η διφθερίτιδα είναι μικροβιακή λοίμωξη που οφείλεται στην ισχυρή τοξίνη ενός βακτηρίου, του Κορυνοβακτηριδίου της διφθερίτιδας. Η διφθεριτική τοξίνη είναι από τις ισχυρότερες μικροβιακές τοξίνες, με ελάχιστη θανατηφόρο δόση < 0,1 μg/kg βάρους του σώματος.

Το Κορυνοβακτηρίδιο της διφθερίτιδας μεταδίδεται με τα σταγονίδια και τις ρινοφαρυγγικές εκκρίσεις των ασθενών, αλλά και των ασυμπτωματικών φορέων, επίσης, μπορεί να μεταδοθεί από τις δερματικές βλάβες της νόσου.

Τα κορυνοβακτηρίδια της διφθερίτιδας δεν παράγουν πάντα την θανατηφόρο τοξίνη, αλλά, μόνο όταν μολύνονται από ένα ιό, ένα β-προφάγο που τους μεταφέρει το γονίδιο tox. Ένα μη παθογόνο βακτήριο, όταν μολυνθεί από τον ιό μετατρέπεται μόνιμα σε παθογόνο και παράγει αυτό και οι απόγονοί του την θανατηφόρο εξωτοξίνη.

Κλινικές εκδηλώσεις

Ο χρόνος επώασης είναι 2-5 ημέρες, όμως, η νόσος μεταδίδεται και στην περίοδο επώασης.

Η διφθερίτιδα εμφανίζεται συχνότερα τον χειμώνα, σε άτομα που ζουν ή εργάζονται σε ιδρύματα, στρατόπεδα, σχολεία, συνωστισμένους χώρους.

  • Αρχίζει ως οξεία ελκωτική φλεγμονή του φάρυγγα-λάρυγγα-αμυγδαλών. Μπορεί να προσβάλει τα μάτια, την μύτη, τον ακουστικό πόρο και το δέρμα. Υπάρχει πονόλαιμος, δυσκολία στην κατάποση ή στην αναπνοή, πυρετός όχι πολύ υψηλός, γύρω στους 38 βαθμούς Κελσίου και κεφαλαλγία.
  • Η τοξίνη του μικροβίου προσβάλλει και νεκρώνει τον βλεννογόνο, ο οποίος καλύπτεται από γκριζωπό επίχρισμα, μία νεκρωτική ψευδομεμβράνη που αιμορραγεί εύκολα.
  • Η ψευδομεμβράνη καλύπτει τον βλεννογόνο του αναπνευστικού συστήματος, τον φάρυγγα, τον λάρυγγα, και ο ασθενής παρουσιάζει δυσκολία στην αναπνοή, ή και ασφυξία.
  • Ταυτόχρονα διογκώνονται εξαιρετικά οι λεμφαδένες στον τράχηλο, και ο λαιμός του ασθενή μοιάζει με λαιμό ταύρου.
  • Το μικρόβιο δεν εισέρχεται το ίδιο στην κυκλοφορία του αίματος, αλλά, εισέρχεται η τοξίνη του. Η τοξιναιμία από την διφθεριτική τοξίνη προκαλεί νευροπάθεια και μυοκαρδιοπάθεια.

Την 2η εβδομάδα της νόσου, ανάλογα με την βαρύτητα της λοίμωξης, παρατηρούνται οι κλινικές εκδηλώσεις

  • καρδιακής ανεπάρκειας
  • πολυνευρίτιδας, παράλυσης της μαλθακής υπερώας, των οφθαλμικών μυών, των άκρων, των αναπνευστικών μυών
  • αναπνευστικής ανεπάρκειας
  • θάνατος > 20%, ειδικά σε παιδιά κάτω των 5 ετών

Η διφθερίτιδα, αρχικά, πιθανόν να συγχέεται με αμυγδαλίτιδα ή λοιμώδη μονοπυρήνωση. Η αγωγή πρέπει να ξεκινά έγκαιρα, με την υποψία διφθερίτιδας, χωρίς επιβεβαίωση. Η χορήγηση της αντιτοξίνης είναι απαραίτητη για τον έλεγχο της νόσου. Η χορήγηση αντιβιοτικών δεν θεραπεύει την διφθερίτιδα, αλλά στοχεύει στην μείωση της ποσότητας της εξωτοξίνης που παράγεται, με τον θάνατο των κορυνοβακτηριδίων.

Επιδημιολογικά στοιχεία

Επιδημίες της διφθερίτιδας περιγράφονταν ανά 100 χρόνια περίπου, πριν την εφαρμογή του υποχρεωτικού μαζικού εμβολιασμού. Ο εμβολιασμός ξεκίνησε στις ανεπτυγμένες χώρες το 1940-1950 και στις αναπτυσσόμενες από το 1970. Στην Ελλάδα, λόγω του εμβολιασμού, το 1980-1983 δεν αναφέρθηκε κρούσμα διφθερίτιδας, και στην συνέχεια, αναφερόταν ελάχιστα μεμονωμένα κρούσματα.

Το εμβόλιο είναι το τριπλό κατά της διφθερίτιδας, του τετάνου και του κοκκύτη(DTP), και είναι 80-90% αποτελεσματικό στην προστασία από την νόσο, όμως δεν αφήνει ισόβια ανοσία.

Το εμβόλιο περιλαμβάνει την ατοξίνη του κορυνοβακτηριδίου και μας προστατεύει από την τοξίνη που προκαλεί την νόσο, αλλά όχι από την τοπική λοίμωξη με το μικρόβιο. Αυτό εξηγεί την μικροβιοφορία σε ασυμπτωματικά άτομα και την εύκολη μετάδοση σε μη εμβολιασμένους.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η εξάλειψη της νόσου προϋποθέτει τον εμβολιασμό του 95% των παιδιών, ενώ συνιστούνται επαναληπτικές δόσεις του εμβολίου ανά 10 έτη, μαζί με το αντιτετανικό εμβόλιο. Το 2016 καταγράφηκαν 7.097 κρούσματα, με την εμβολιαστική κάλυψη στο 86%.

Επιδημίες διφθερίτιδας παρατηρούνται ακόμη, σε χώρες αναπτυσσόμενες, υπανάπτυκτες χώρες, χωρίς εφαρμογή του προγράμματος εμβολιασμού.

Η τελευταία μεγάλη επιδημία στην Ευρώπη ήταν το 1943 με 1.000.000 ασθενείς και 50.000 θανάτους. Στο διάστημα 1983-1994, στην Ευρώπη παρατηρήθηκαν μικρές επιδημίες, το 1994 αναφέρθηκαν 47.802 κρούσματα και 1.746 θάνατοι, καθώς παρατηρήθηκε μία αναζωπύρωση των κρουσμάτων σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Τα κρούσματα αποδόθηκαν σε ατελή εμβολιασμό, στην μετακίνηση του πληθυσμού και στον αυξημένο αριθμό παιδιών που δεν είχαν εμβολιαστεί.

Στην Ελλάδα, το ποσοστό των ατόμων< 20 ετών που είναι ευαίσθητα στην τοξίνη κυμαίνεται στο 15%, ενώ σε ηλικίες > 20 ετών στο 68%, επειδή δεν γίνονται επαναληπτικές δόσεις του εμβολίου.

Ισόβια ανοσία έχουν μόνο όσοι έχουν νοσήσει από διφθερίτιδα. Όσοι έχουν αντισώματα στον ορό 0,01-0,09 IU/ml δεν είναι προστατευμένοι με βεβαιότητα, ενώ όσοι έχουν πάνω από 0,1IU/ml θεωρείται ότι προστατεύονται από τη νόσο.

Προληπτικά μέτρα

Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός όλων των παιδιών και ο επαναληπτικός εμβολιασμός ανά 10 έτη, των ατόμων > 25 ετών, μπορεί να βοηθήσει στο έλεγχο των κρουσμάτων και των επιδημιών.

Υψηλού κινδύνου είναι τα άτομα που εργάζονται ή διαμένουν σε χώρους με συνωστισμό( ιδρύματα, σχολεία, στρατόπεδα) και το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό.

Άτομα που έχουν έλθει σε επαφή με πάσχοντα από διφθερίτιδα πρέπει να κάνουν μία επαναληπτική δόση του εμβολίου, αν έχουν παρέλθει > 5 χρόνια από την τελευταία δόση και να λάβουν προληπτική αγωγή με πενικιλλίνη ή ερυθρομυκίνη για 10-14 ημέρες.

Οι αναρρωνύοντες από διφθερίτιδα έχουν μόνιμη ανοσία, αλλά, μπορούν να μολύνουν τα άτομα του περιβάλλοντός τους, γιατί συνήθως αποβάλλουν το μικρόβιο από 1-6 μήνες ή και περισσότερο, μετά την πλήρη ανάρρωση.

Στοιχεία:

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK7971/

https://www.sciencedirect.com/topics/pharmacology-toxicology-and-pharmaceutical-science/respiratory-tract-infection

Ιατρική Μικροβιολογία: Α & Γρ. Αντωνιάδης

Ιατρική Μικροβιολογία: Ι. Παπαπαναγιώτου-Β. Κυριαζοπούλου-Δαλαΐνα

https://www.cdc.gov/diphtheria/index.html