Τα ποσοστά των ψευδώς αρνητικών PCR- SARS-CoV-2 μετά την μόλυνση

Από 100% μέχρι 67% ήταν το εκτιμώμενο ποσοστό των ψευδώς αρνητικών RT-PCR όταν εκτελέστηκαν πρώιμα, κατά την 1η – 4η ημέρα μετά τη μόλυνση με τον ιό SARS-CoV-2, σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Annals of Internal Medicine. Το ποσοστό αυτό υπολογίστηκε στο 20% την ημέρα, ενώ την 21η ημέρα άρχισε πάλι να αυξάνεται στο 66% .

Τα αποτελέσματα αυτά προέκυψαν από την έρευνα:Variation in False-Negative Rate of Reverse Transcriptase Polymerase Chain Reaction–Based SARS-CoV-2 Tests by Time Since Exposure, του CDC και του τμήματος National Institute of Allergy and Infectious Diseases του Johns Hopkins Health System, από την ερευνητική ομάδα των Drs. Kucirka and Lauer.

Επειδή η RT-PCR είναι μέθοδος αναφοράς για τη διάγνωση ή τον αποκλεισμό της μόλυνσης από τον ιό SARS-CoV-2 και τη νόσο COVID-19, στην έρευνα έγινε εκτίμηση του ποσοστού των ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων της εξέτασης στην ανίχνευση του ιού ανάλογα με την ημέρα μετά την μόλυνση κατά την οποία λήφθηκε το ρινοφαρυγγικό δείγμα:

ημέρα: 100% ψευδώς αρνητικών

: 67% (27-94%)

: 38% (18-65%)

: 20% (12-30%)

: 21% (13-31%)

21η: 66% (54-77%)

Χρησιμοποιήθηκαν τα δεδομένα 7 προηγούμενων δημοσιευμένων ερευνών με 1.330 δείγματα του ανώτερου αναπνευστικού από νοσοκομειακούς και εξωνοσοκομειακούς ασθενείς με COVID-19, που είχαν εξεταστεί με RT- PCR. Τα κλινικά στοιχεία προέρχονταν από την αντίστοιχη βάση δεδομένων και τις έρευνες αναφοράς. H ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε με το ιεραρχικό μοντέλο της στατιστικής μεθοδολογίας του Bayesian, με κύριο μειονέκτημα της μελέτης, όπως αναφέρεται, την ανομοιογένεια-ετερογένεια των 7 ερευνών.

Στην έρευνα επισημαίνεται ότι:

  • Η ιδιαίτερη σημασία των ψευδώς αρνητικών τεστ της PCR για την ανίχνευση του SARS-CoV-2 έγκειται στην ευρεία χρήση της για τη διάγνωση ή τον αποκλεισμό της μόλυνσης από τον ιό και τη νόσο COVID-19 σε ασθενείς, σε ασυμπτωματικούς, σε πιθανά κρούσματα. Ένα υψηλό ποσοστό ψευδώς αρνητικών PCR στην πρώιμη φάση της λοίμωξης ή μόλυνσης επιδρά άμεσα στη σωστή διάγνωση, στη διαχείριση των κρουσμάτων και στα επιδημιολογικά δεδομένα της νόσου.
  • Δεν συνιστάται η λήψη αποφάσεων με βάση το αρνητικό αποτέλεσμα της PCR και την απουσία συμπτωμάτων, που αφορούν την άρση των προστατευτικών μέτρων, τις επαφές ή την καραντίνα κατά τη διάρκεια του διαγνωστικού παραθύρου, το οποίο ορίστηκε από τους ερευνητές στις 3-5 ημέρες από τη μόλυνση.
  • Η εξαιρετικά υψηλή ειδικότητα της εξέτασης RT-PCR, που αγγίζει σχεδόν το 100%, αντικατοπτρίζεται στην ακρίβεια ανίχνευσης των θετικών δειγμάτων, όμως πρέπει να διερευνηθεί το υψηλό ποσοστό ψευδώς αρνητικών τεστ.
  • Δεν είναι γνωστή η ακριβής συσχέτιση της ψευδώς αρνητικής PCR του ρινοφαρυγγικού δείγματος με το βαθμό μολυσματικότητας του ασθενή, αν και θεωρείται πιθανό να είναι λιγότερο μολυσματικός. Όμως, ένα αρνητικό ρινοφαρυγγικό δείγμα PCR, πρώιμα ληφθέν, δεν αποκλείει τη μόλυνση και τη διασπορά του ιού τις επόμενες ημέρες, όταν θα έχει αυξηθεί το ιϊκό φορτίο. Επίσης, δεν αποκλείει την ύπαρξη θετικού δείγματος από το κατώτερο αναπνευστικό (πτύελα-βρογχοσκοπικό δείγμα)
  • Την 5η-8η ημέρα μετά τη μόλυνση, όταν εμφανιζόταν τα συμπτώματα της νόσου, τα ποσοστά των ψευδώς αρνητικών ήταν πάλι υψηλά, ξεκινώντας από 38% και πέφτοντας στο 20%. Αν και τα αίτια αυτών των υψηλών ποσοστών πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, αποδίδονται εν μέρει στη μειωμένη αποβολή του ιού στις ρινοφαρυγγικές εκκρίσεις ορισμένων ασθενών και σε κακή τεχνική συλλογής του δείγματος.

  • Σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη, λόγω του διαγνωστικού παραθύρου, η διάγνωση του COVID-19 με τη μέθοδο RT-PCR έχει μικρή διαγνωστική αξία όταν πραγματοποιείται σε πολύ πρώιμο στάδιο μετά την μόλυνση. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται με την διάγνωση και την ανίχνευση διαφόρων ιών με PCR π.χ. με το HIV-AIDS, HCV-ηπατίτιδα C, κ.τ.λ. σε πολύ πρώιμη φάση, αμέσως μετά τη μόλυνση, όταν τα επίπεδα των γεννητικού υλικού του ιού είναι εξαιρετικά χαμηλά και μη ανιχνεύσιμα στο ληφθέν δείγμα.

Πηγή:

https://www.acpjournals.org/doi/10.7326/M20-1495

Σχετικά άρθρα