Λυκοπένιο για αύξηση της ανδρικής γονιμότητας & μείωση του καρκίνου του προστάτη

Νέα έρευνα του Πανεπιστημίου του  Sheffield καταγράφει βελτίωση της κινητικότητας και μορφολογίας των σπερματοζωαρίων με 3-μηνη καθημερινή πρόσληψη 14 mg λυκοπένιου.

Το ισχυρό αντιοξειδωτικό λυκοπένιο έχει συσχετιστεί και με μείωση του καρκίνου του προστάτη σε διάφορες έρευνες, όπως η μελέτη από τα Harvard T.H.- Chan School of Public Health and Partners Health Care: “Dietary lycopene intake and risk of prostate cancer defined by ERG protein expression” σε 46.719 άνδρες και 23 έτη παρακολούθηση.

Λυκοπένιο και υπογονιμότητα

Η επίδραση του λυκοπένιου στην ποιότητα του σπέρματος ελέγχθηκε σε τυχαίο δείγμα 60 ανδρών. Τους χορηγούνταν καθημερινά και για 12 εβδομάδες, 14 mg λυκοπένιου σε χάπι, για να είναι πιο εύκολη και ακριβής η τήρηση της δοσολογίας. Τα δείγματα του σπέρματος εξετάστηκαν την 6η εβδομάδα και μετά το τέλος της 12ης εβδομάδας.

Η έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο European Journal of Nutrition, καταγράφει τη σαφή βελτίωση της μορφολογίας και της κινητικότητας των σπερματοζωαρίων, χωρίς όμως αύξηση του αριθμού τους, σύμφωνα με την Dr Williams, υπεύθυνη της μελέτης στο Πανεπιστήμιο του  Sheffield. Η επέκταση της έρευνας σε μεγάλο αριθμό υπογόνιμων ανδρών θα δώσει πιο σαφή στοιχεία για την δράση του λυκοπένιου στην αναπαραγωγική ικανότητα.

Λυκοπένιο και καρκίνος του προστάτη

Η επίδραση του λυκοπένιου στον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του προστάτη καταγράφεται σε πολυάριθμες έρευνες. Αναφέρεται μείωση του σχετικού κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του προστάτη κατά 10-30%, ανάλογα με την πρόσληψη του λυκοπένιου και την συγκέντρωσή του στο πλάσμα.

Αντίστοιχα αποτελέσματα αναφέρονται και στην έρευνα που δημοσιεύτηκε στο The American Journal of Clinical Nutrition, με την συμμετοχή πολυάριθμων οργανισμών, μεταξύ των οποίων οι Harvard T.H.- Chan School of Public Health and Partners Health Care.

Η παραπάνω έρευνα έγινε σε 46.719 άνδρες και 23 έτη παρακολούθηση. Διαχωρίστηκαν σε 2 ομάδες. Ο σχετικός κίνδυνος καρκίνου του προστάτη κυμάνθηκε περίπου στο 54%, σε όσους κατανάλωναν > 2 μερίδες την εβδομάδα με τροφές- (ντομάτες, πολτό) πλούσιες σε λυκοπένιο και στο 70%, σε όσους κατανάλωναν <1 μερίδα τον μήνα.

Λυκοπένιο: χαρακτηριστικά και ιδιότητες

  • Το λυκοπένιο ή ψ-ψ καροτένιο είναι ένα πολυένιο, μία φυσική χρωστική που δίνει το κόκκινο χρώμα στην ντομάτα, στο καρπούζι και σε άλλα φρούτα και λαχανικά. Αποτελεί την πρόδρομη και απλούστερη μορφή των καροτενοειδών.
  • Δρα σαν αντιοξειδωτικό, εξουδετερώνοντας τις οξυγονούχες ελεύθερες ρίζες και δραστικές οξυγονούχες ενώσεις. Είναι ένας υδρογονάνθρακας που η πολυακόρεστη δομή του συντελεί στην έντονη αντιοξειδωτική του δράση.
  • Ο άνθρωπος δεν μπορεί να συνθέσει λυκοπένιο και το προσλαμβάνει από την τροφή. Υπάρχει στην ντομάτα και στα παρασκευάσματά της, στο καρπούζι, στο ροζ γκρεϊπφρουτ, στο γκακ.
  • Η βιοδιαθεσιμότητά του και η συγκέντρωσή του στις τροφές ποικίλει. Είναι μεγαλύτερη στα ψημένα και λιπαρά παρασκευάσματα της ντομάτας, συγκριτικά με την ωμή ντομάτα. Το λυκοπένιο είναι εγκλωβισμένο στις ίνες του φυτού, αυτές σπάνε με το ψήσιμο και απελευθερώνεται πιο εύκολα.

To λυκοπένιο είναι λιποδιαλυτό, γι’αυτό απορροφάται καλύτερα με προσθήκη λίπους και δεν καταστρέφεται με το βρασμό . Για παράδειγμα, η μαγειρεμένη σάλτσα ντομάτας με λίγο ελαιόλαδο αποτελεί πλούσια πηγή λυκοπένιου, αλλά και με καλή απορρόφηση από το έντερο.

Η ημερήσια συνιστώμενη πρόσληψη κυμαίνεται από 6-30 mg

  • Η προστατευτική δράση του έχει συσχετιστεί με την πρόληψη από πολλά νοσήματα: καρδιαγγεική νόσο, καρκίνο, γήρανση, νευρολογικά εκφυλιστικά νοσήματα, κτλ.

Τροφές πλούσιες σε λυκοπένιο

  • Ωμή ντομάτα ψιλοκομμένη: 2-6 mg/ 1 φλιτζάνι
  • Ντοματοπελτές: 63-130 mg/ 1 φλιτζάνι
  • Xυμός ντομάτας: 4,6 mg/ 1 φλιτζάνι
  • Κέτσαπ: 2,5 mg/ 1 κουτάλι σούπας
  • Καρπούζι: 13-23 mg/μερίδα
  • Ροζ γκρεϊπφρούτ: 2 mg/ στο μισό φρούτο
  • Κόκκινη πιπεριά ψιλοκομμένη: 2-5 mg/ 1 φλιτζάνι
  • Φρούτο γκακ: 200-600 mg /100 γραμμάρια

Στοιχεία:

https://www.bbc.com/news/health-49971247

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4763492/

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/28440323